- ελαιηρός
- ἐλαιηρός, -ά, -όν (Α)1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» — το λάδι)2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα τού λαδιού5. (ποιητ.) (για μέλισσα) μελιττοφόρος, που έχει άφθονη παραγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.