ελαιηρός

ελαιηρός
ἐλαιηρός, -ά, -όν (Α)
1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» — το λάδι)
2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος
3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος
4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα τού λαδιού
5. (ποιητ.) (για μέλισσα) μελιττοφόρος, που έχει άφθονη παραγωγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλαιηρός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηρά — ἐλαιηρός of neut nom/voc/acc pl ἐλαιηρά̱ , ἐλαιηρός of fem nom/voc/acc dual ἐλαιηρά̱ , ἐλαιηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηρῶν — ἐλαιηρός of fem gen pl ἐλαιηρός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηρόν — ἐλαιηρός of masc acc sg ἐλαιηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηραί — ἐλαιηρός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηροῖς — ἐλαιηρός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηροῦ — ἐλαιηρός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηρᾶς — ἐλαιηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηρῆς — ἐλαιηρός of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιηρή — ἐλαιηρός of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”